λιγούρα — η 1. ενόχληση στο στομάχι που νιώθει κάποιος όταν πεινά πολύ, αίσθημα έντονης πείνας 2. τάση για εμετό, ναυτία, αναγούλα 3. σφοδρή επιθυμία, ζωηρός πόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγώνω, κατά τα θηλ. σε ούρα (πρβλ. θολ ούρα, φαγ ούρα)] … Dictionary of Greek
λιγουριάζω — [λιγούρα] 1. επιφέρω λιγούρα, προξενώ αηδία 2. καταλαμβάνομαι από λιγούρα … Dictionary of Greek
λιγουρεύ — [λιγούρα] (ενεργ. και μέσ.) καταλαμβάνομαι από σφοδρή επιθυμία να αποκτήσω ή να φάγω κάτι, λιμπίζομαι, ποθώ … Dictionary of Greek
-ούρα — κατάλ. θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. κατάλ. ura (πρβλ. λατ. clausura, figura), ενώ, κατ άλλη απόψη πρόκειται για μεγεθυντική κατάλ. τών ουσ. σε ούρι(ον), πρβλ. και ουρία.Παραδείγματα ουσ. σε ούρα: αγιαστούρα,… … Dictionary of Greek
λίγωμα — το (Μ λίγωμα) [λιγώνω] λιγούρα, λιγωμάρα … Dictionary of Greek
λιγούρης — ισσα, ικο [λιγούρα] αυτός που λιγουρεύεται συνεχώς, ιδίως φαγητό, πειναλέος … Dictionary of Greek
λιγούριασμα — το [λιγουριάζω] 1. η πρόκληση λιγούρας 2. η λιγούρα … Dictionary of Greek
λιγυρός — ά, ό, θηλ. και ή (Α λιγυρός, ά, όν, θηλ. και λιγυρή και λιγουρά) 1. αυτός που έχει ήχο οξύ και ευκρινή («παίει λιγυρᾷ μάστιγι», Σοφ.) 2. μελωδικός, εύηχος (α. «θερινόν τε καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῑ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ», Πλάτ. β. «τὸν μὲν ἐγὼ Μούσαις...… … Dictionary of Greek
λιγωμάρα — η (Μ λιγωμάρα) 1. έντονη πείνα που συνοδεύεται από στομαχικές ενοχλήσεις, λιγούρα 2. εξάντληση, εξασθένηση νεοελλ. σφοδρή επιθυμία, λαχτάρα, πόθος μσν. λιποθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίγωμα + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. τρομ άρα)] … Dictionary of Greek
λιγώνω — (Μ λιγώνω) 1. επιθυμώ πολύ, λιγουρεύμαι 2. (ενεργ. και μέσ.) αισθάνομαι τάση για εμετό ή για λιποθυμία νεοελλ. 1. επιφέρω λιγούρα, προκαλώ τάση για εμετό ή για λιποθυμία 2. φρ. α) «λίγωσα (ή λιγώθηκα) στην πείνα» πείνασα πολύ, ξελιγώθηκα β)… … Dictionary of Greek